θειλόπεδον

θειλόπεδον
θειλόπεδον
See also: s. εἱλόπεδον.
Page in Frisk: 1,657

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θειλόπεδον — θειλόπεδον, τὸ (Α) τόπος εκτεθειμένος στις ακτίνες τού ηλίου, στον οποίο ξηραίνονταν τα σταφύλια και γίνονταν σταφίδες, η λιάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θειλόπεδον προήλθε από την λ. ειλόπεδον (< είλη «το θάλπος τού ηλίου» + πεδον < πέδον, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • θειλόπεδον — sunny spot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειλοπέδοις — θειλόπεδον sunny spot neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειλοπέδου — θειλόπεδον sunny spot neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειλοπέδων — θειλόπεδον sunny spot neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειλοπέδῳ — θειλόπεδον sunny spot neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειλόπεδα — θειλόπεδον sunny spot neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θειλοπεδεύω — (Α) [θειλόπεδον] ξεραίνω στον ήλιο, κυρίως σταφύλια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”