- θειλόπεδον
- θειλόπεδονSee also: s. εἱλόπεδον.Page in Frisk: 1,657
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
θειλόπεδον — θειλόπεδον, τὸ (Α) τόπος εκτεθειμένος στις ακτίνες τού ηλίου, στον οποίο ξηραίνονταν τα σταφύλια και γίνονταν σταφίδες, η λιάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θειλόπεδον προήλθε από την λ. ειλόπεδον (< είλη «το θάλπος τού ηλίου» + πεδον < πέδον, πρβλ.… … Dictionary of Greek
θειλόπεδον — sunny spot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειλοπέδοις — θειλόπεδον sunny spot neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειλοπέδου — θειλόπεδον sunny spot neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειλοπέδων — θειλόπεδον sunny spot neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειλοπέδῳ — θειλόπεδον sunny spot neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειλόπεδα — θειλόπεδον sunny spot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειλοπεδεύω — (Α) [θειλόπεδον] ξεραίνω στον ήλιο, κυρίως σταφύλια … Dictionary of Greek